αιγύπτικος

αιγύπτικος
αἰγύπτικος, -ον (Μ) [Αἴγυπτος]
ο αιγυπτιακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”